-
1 συνεξαιρέω
A take out together, help in removing, ; :—[voice] Med., σ. τὸ προνοεῖσθαι take it away also, X.Cyn.5.28.2 [voice] Act., help in taking,σ. τισὶ Σελλασίαν Id.HG7.4.12
, cf. Th.2.29 (v.l. ξυνελεῖν); μετά τινος Ἀμφίπολιν Aeschin.2.32
, cf. IG22.127.45;σ. δορί E. Ion61
;Φρύγας Id.Tr.24
;Τροίαν Isoc.9.18
.II [voice] Med., help in rescuing, Plb.5.11.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξαιρέω
См. также в других словарях:
συνεξαιρώ — έω, Α [ἐξαιρῶ] 1. διώχνω κάτι ταυτοχρόνως («συνεξελεῑν ὑμῑν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης», Ηρόδ.) 2. συμβάλλω στην κατάληψη, στην κυρίευση, κυριεύω με κάποιον («συνεξαιρεῑν μετά τινος Ἀμφίπολιν», Αισχίν.) 3. μέσ. συνεξαιροῡμαι, έομαι α) αφαιρώ κάτι επί … Dictionary of Greek